Από τις σελίδες του ημερολογίου-βιβλίου του Μ.Ι Μιχαηλίδη «Πεζοπορικές εντυπώσεις -Η Νήσος Μιτυλήνη-» (Μάης-Ιούνιος 1903)
To
1903 o M.I. Mιχαηλίδης, έφτασε στην Μυτιλήνη και κατέγραψε
περιγράφοντας την περιήγησή του –άλλοτε μόνος και άλλοτε με
συνοδοιπόρους- την «Βασιλίδα της Μεσογείου», τον «Ελαιώνα της Μεσογείου»
όπως αποκάλεσε την Λέσβο.
Εννιά χρόνια νωρίτερα ο Γ. Αρχοντόπουλος, είχε ακολουθήσει περίπου την ίδια διαδρομή πάνω στο νησί καταγράφοντας την περιήγησή του στο «ΛΕΣΒΟΣ Η ΜΥΤΙΛΗΝΗ».
Μέσα
από τις αφηγήσεις και των δύο ξεδιπλώνονται στα μάτια μας, όχι μονάχα
το φυσικό τοπίο και οι ομορφιές του νησιού μα και σημαντικές πληροφορίες
για την οικονομική και την εμπορική ζωή καθώς και την πολιτιστική και
κοινωνική καθημερινότητα των κατοίκων του.
Ο
Αρχοντόπουλος, πιο λεπτομερής, έγραψε μια συνοπτική ιστορία «πασών
των πόλεων, κωμοπόλεων και χωρίων». Παρέθεσε αρχικά, μια ιστορική
αναδρομή της γενικής ιστορίας της νήσου Λέσβου με αρκετές αναφορές στην
αρχαιότητα. Κατέγραψε γεωφυσικά στοιχεία με αρκετές λεπτομέρειες, με
τοπωνύμια και πως αυτά είχαν διαφοροποιηθεί στους αιώνες, καθώς επίσης
και μικρές ιστορίες με πολλά στοιχεία του παρελθόντος για ιστορικά
μνημεία, εκκλησίες και μοναστήρια.
Έδινε, πολλές και λεπτομερείς πληροφορίες για τις υπάρχουσες γεωργικές
παραγωγές συνοδευόμενες από συγκριτικά οικονομικά στοιχεία ανάμεσα στα
έτη.
Αναφέρθηκε, εκτενώς στην
πολιτική δομή του νησιού δίνοντας αρκετά στοιχεία για τα διάφορα
διαμερίσματα που χωριζόταν και την ισχύουσα δομή της πολιτικής εξουσίας.
Διαγράφοντας λίγο μεγαλύτερη πορεία επισκέφθηκε τους δήμους Αγιάσου και Σιγρίου πράγμα που δεν έκανε ο Μιχαηλίδης.
Διαγράφοντας λίγο μεγαλύτερη πορεία επισκέφθηκε τους δήμους Αγιάσου και Σιγρίου πράγμα που δεν έκανε ο Μιχαηλίδης.
Ο Μιχαηλίδης, από την άλλη, έγραφε πιο γλαφυρά διατηρώντας το περιηγητικό ύφος σε όλη την διάρκεια της περιγραφής του.
Αν
λάβουμε υπόψη μας, ότι σε πολλές από τις διαδρομές του, είχε την παρέα
των συνοδοιπόρων του, την οποία έδειχνε να απολαμβάνει τόσο όσο τις
φυσικές ομορφιές του νησιού ίσως μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις
διαφορές στο ύφος του σε σχέση με τον «μοναχικό» Αρχοντόπουλο.
Με
αισθητά λιγότερες ιστορικές αναφορές συγκριτικά με κείνες του
Αρχοντόπουλου, έγραψε έναν πρώιμο εμπορικό οδηγό με την πλήρη εμπορική
άποψη των πόλεων κωμοπόλεων και χωρίων της Λέσβου παραθέτοντας
βιομηχανικές ή εμπορικές δραστηριότητες, ονοματεπώνυμα των ιδιοκτητών
των επιχειρήσεων, τοποθεσία που δραστηριοποιούνταν, ακόμα και πλήθος
εργαζομένων σε κάθε μια από αυτές (όπου υπήρχαν τέτοια στοιχεία). Δεν
παρέλειψε να αναφερθεί σε ακτοπλοϊκές εταιρείες, σε ασφαλιστικές, αλλά
και στα φαρμακεία, ιατρεία, κουρεία και καφενεία της κάθε περιοχής.
Μέσα
από τα διαπιστευτήρια της διέλευσής του από τα διάφορα μέρη,
καταγράφηκαν στοιχεία, αφήνοντας μας πληροφορίες σχετικές για τα
ονόματα των τότε προυχόντων της ηγεσίας των τόπων που επισκέφθηκε.
Αρχή του ταξιδιού λοιπόν και για τους δυο, από πού αλλού παρά από την πόλη της Μυτιλήνης ή Χώρα για τους κατοίκους της (κατά τον Μιχαηλίδη).
Η
Λέσβος το 1894, απαριθμούσε 100 πόλεις και κωμοπόλεις ο δε πληθυσμός
της έφτανε τους 130.000 κατοίκους (από τους οποίους οι 110.000 ήταν
χριστιανοί και οι υπόλοιποι Οθωμανοί).
Με
τουλάχιστον 24 λιμάνια -φυσικά και μη- εξεχόντων του Νοτίου και του
Βορείου λιμένων της Μυτιλήνης, διέθετε νοσοκομείο, πάνω από 30
εκπαιδευτήρια, 4 τηλεγραφεία, είχε τυπογραφείο («ΑΣΤΗΡ»), βιβλιοπωλείο
και βιβλιοδετείο , ελαιοτριβεία 30 (το 1894) και 60 (το 1903) και μια
παραγωγή γύρω στα 200.000 καντάρια λάδι (1894), 40 τουλάχιστον
σαπωνοποιεία ατμοκίνητα και μη, 4 βυρσοδεψεία και ασβεστοποιεία.
Η Μυτιλήνη
(Χώρα) είχε, 3.200 (το 1894) σπίτια σχεδόν όλα λίθινα -μετά τον
σεισμό του 1890 και ήταν μια πόλη που τα βράδια φωταγωγούνταν απ'
άκρου εις άκρον. Είχε σε σύνολο 294 χιλιόμετρα αμαξωτούς δρόμους, δυο
λιμάνια όπου κάθε εβδομάδα προσέγγιζαν πολλά ατμόπλοια διαφόρων
εταιριών, πολλές χριστιανικές εκκλησίες (στο κέντρο της πόλης δέσποζε ο
Αγ. Αθανάσιος με το κωδωνοστάσιο από πελεκητούς λίθους και το μεγάλο του
ρολόι), αλλά και έξη τζαμιά μεγαλύτερο των οποίων ήταν το «ΓΕΝΙ ΤΖΑΜΙ»,
ένα λαμπρό Θέατρο χωρητικότητας 700 ατόμων, την εμπορική λέσχη
«ΠΡΟΟΔΟ», την Γεωργική Τράπεζα , τον Τεκέ, τα Δικαστήρια, το μεγαλόπρεπο
Αυτοκρατορικό Γυμνάσιο, μα και το κομψό Κιόσκι με την μαρμάρινη
δεξαμενή και το αναβρυτήριο.
Ο
Μιχαηλίδης ξεκινώντας το ημερολόγιο της περιήγησής του επαινούσε την
εργατικότητα και την δραστηριότητα των κατοίκων του νησιού ομολογώντας
«δεν ηδυνήθη να εύρη άλλον λαόν εκ των την Ανατολήν οικούντων υπό τας
ανωτέρω αρετάς».
Με την εργατικότητά
τους και την ψύχωση που είχαν οι κάτοικοι με την ελιά είχαν
μεταμορφώσει το νησί σε αξιοθαύμαστο ελαιώνα που ακόμα και παραπλέοντας
τις ακτές του φαινόταν σαν δάσος από τις ελιές.
26/5/1903
Πρώτη μέρα της περιήγησης του
Μυτιλήνη
Μυτιλήνη
η «περικαλέστατη και προοδευτική» που τον σαγήνευσε με την φυσική της
ομορφιά με τα δημόσια κέντρα περιπάτου και αναψυχής της «τον Κήπο για
τους αριστοκράτες και τον Μώλο για την μεσαία τάξη». Πολλά μηχανικά
εργοστάσια και χιλιάδες εργάτες την έκαναν έναν μεγάλο και σημαντικό
πόλο εμπορικής κίνησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η σύνδεσή της ατμοπλοϊκώς με Πειραιά, Αλεξάνδρεια, Τεργέστη, Κωνσταντινούπολη και Εύξεινο Πόντο, με γύρω στις 15 ελληνικές και ξένες πρακτοριακές εταιρείες, συμπλήρωναν την εικόνα της αυτή. Με τα προξενεία της, τα τραπεζικά της καταστήματα, τα μεγάλα της εργοστάσια, (ΑΦΩΝ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, Α.Β ΜΟΥΖΑΛΑ, ΜΕΛΑΝΔΡΙΝΟΥ και ΤΣΕΚΟΥΡΑ), τα εμπορικά και προμηθευτικά της καταστήματα, τις ασφαλιστικές εταιρίες, φάνταζε μεγαλούπολη ακμάζουσα με λαμπρή κίνηση εμπορική αλλά και πολιτιστική. Με Σωματεία που επιδείκνυαν κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο (« ΠΡΟΟΔΟΣ», «ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΚΥΡΙΩΝ» , «ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΡΙΩΝΑΣ»), με τα Φιλανθρωπικά Καταστήματα και με το Νοσοκομείο του νησιού- που το συντηρούσε η κοινότητα- με γύρω στα 6 φαρμακεία και με καμιά δεκαριά γιατρούς, με δικηγορικά γραφεία και ξενοδοχεία (Α. ΜΑΛΑΚΟΥ, Κ.Α ΤΑΧΤΑΤΖΗ, Η. ΚΟΥΤΣΟΥΚΗ, Μ. ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΟΥ, Μ. ΜΑΤΘΑΙΟΥ, ήταν μια πόλη που έμενε αξέχαστη στους ταξιδιώτες.
Η σύνδεσή της ατμοπλοϊκώς με Πειραιά, Αλεξάνδρεια, Τεργέστη, Κωνσταντινούπολη και Εύξεινο Πόντο, με γύρω στις 15 ελληνικές και ξένες πρακτοριακές εταιρείες, συμπλήρωναν την εικόνα της αυτή. Με τα προξενεία της, τα τραπεζικά της καταστήματα, τα μεγάλα της εργοστάσια, (ΑΦΩΝ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, Α.Β ΜΟΥΖΑΛΑ, ΜΕΛΑΝΔΡΙΝΟΥ και ΤΣΕΚΟΥΡΑ), τα εμπορικά και προμηθευτικά της καταστήματα, τις ασφαλιστικές εταιρίες, φάνταζε μεγαλούπολη ακμάζουσα με λαμπρή κίνηση εμπορική αλλά και πολιτιστική. Με Σωματεία που επιδείκνυαν κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο (« ΠΡΟΟΔΟΣ», «ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΚΥΡΙΩΝ» , «ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΡΙΩΝΑΣ»), με τα Φιλανθρωπικά Καταστήματα και με το Νοσοκομείο του νησιού- που το συντηρούσε η κοινότητα- με γύρω στα 6 φαρμακεία και με καμιά δεκαριά γιατρούς, με δικηγορικά γραφεία και ξενοδοχεία (Α. ΜΑΛΑΚΟΥ, Κ.Α ΤΑΧΤΑΤΖΗ, Η. ΚΟΥΤΣΟΥΚΗ, Μ. ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΟΥ, Μ. ΜΑΤΘΑΙΟΥ, ήταν μια πόλη που έμενε αξέχαστη στους ταξιδιώτες.
Επισκεπτόμενος
τα ξενοδοχεία, τα κέντρα αναψυχής, κάνοντας περιπάτους στην πόλη και
επισκεπτόμενος τα λογής καταστήματα παράτεινε πέραν των αρχικών του
σχεδίων την παραμονή του στην Χώρα ξεκινώντας την περιήγησή του στα
ενδότερα με συνοδοιπόρο του τον Θ. Μελανδινό πράκτορα από την Μυτιλήνη
που πήγαινε για υποθέσεις του στην Γέρα.
Αφήνοντας πίσω του την Χώρα, το πρώτο που τον συνεπήρε ήταν η μαγευτική εικόνα των Λουτρών από ψηλά. Το θαλασσινό πέρασμα από την Κουντουριά στο Πέραμα, του χάρισε ένα απολαυστικό εικοσάλεπτο ταξίδι.
Επτά
μεγάλα ατμοκίνητα Σαπωνοποιεία, δυο ελαιουργεία, δυο ατμόμυλοι και από
κοντά γύρω στα εξήντα εμπορικά καταστήματα έκαναν την Γέρα πυρήνα
εμπορίου.
Τον Δήμο Γέρας με τους περίπου 12.000 κατοίκους του και τα πέντε χωριά του, περιδιάβηκε ο Μιχαηλίδης με τελευταία του στάση τον Παλαιόκηπο και την επίσκεψή του στα δυο του ενετικά φρούρια με νέο συνοδοιπόρο αυτήν την φορά τον Ι. Καλλιπολίτη αναχώρησε για τον Ποταμό (Πλωμάρι).
Τον Δήμο Γέρας με τους περίπου 12.000 κατοίκους του και τα πέντε χωριά του, περιδιάβηκε ο Μιχαηλίδης με τελευταία του στάση τον Παλαιόκηπο και την επίσκεψή του στα δυο του ενετικά φρούρια με νέο συνοδοιπόρο αυτήν την φορά τον Ι. Καλλιπολίτη αναχώρησε για τον Ποταμό (Πλωμάρι).
Ο Ποταμός, δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Λέσβου 5 ώρες μακριά από την Χώρα με
10.000 κατοίκους στο σύνολό τους χριστιανούς, πρόβαλε στα μάτια του
ταξιδευτή αργά το σούρουπο. Μαγευτικός και ταυτόχρονα γραφικός, να
διασχίζεται από τον ποταμό Σεδούντα. Με κύρια παραγωγή, εκείνη του
ελαίου και του σαπουνιού, με πολλά ατμοκίνητα πυρηνεργοστάσια με
ασφαλιστικές εταιρείες, εμπόρους, εμπορικά και παντοπωλεία με την
καθημερινή προσέγγιση ατμόπλοιων της εταιρείας ΚΟΥΡΤΖΗ «είχε σε ύψιστο
βαθμό ανεπτυγμένη την εμποροναυτιλία» θα επεσήμανε ο Μιχαηλίδης.
Ταυτόχρονα
είχε και έντονη πολιτιστική ζωή, με την ΛΕΣΧΗ ΒΕΝΙΑΜΙΝ, το
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ και την ΛΕΣΧΗ ΤΩΝ ΦΙΛΟΜΟΥΣΩΝ. Στην τελευταία- η οποία
μάλιστα θα γιόρταζε τα 25 έτη λειτουργίας της - διασκέδασε ως αργά το
βράδυ ο περιηγητής μας και την επόμενη μέρα πρωί- πρωί αναχώρησε για Πλαγιά και Τρίγωνα.
Την Πλαγιά, η
οποία είχε ανοικοδομηθεί προ 17ετίας της επισκέψεώς του, λόγω
πυρκαγιάς, με 2.500 κατοίκους με δυο ελαιοτριβεία, καθώς και τον Τρίγωνα με 1.500 κατοίκους και ένα ελαιοτριβείο επισκέφθηκε εκείνο το μαγιάτικο πρωινό ο Μιχαηλίδης αναχωρώντας για Βρίσσα.
Μιας και δεν υπήρχε αμαξωτός δρόμος που να συνέδεε την Βρίσσα με τον Ποταμό, επιβιβάστηκε σε άκατο και παραπλέοντας τις κοντινές ακτές, άφησε πίσω του την μαγευτική θέση «Κοπέλλα»
την
εκκλησία της Παναγιάς και μετά μιας ώρας ιστιοπλοΐα, αφού διέκρινε την
έπαυλη του Μελανδινού κτισμένη στην παραλία πνιγμένη κυριολεκτικά στα
λιόδεντρα, η άκατος πλησίασε την «Κρυπτή» με τις ιαματικές πηγές εντός του κολπίσκου, πέρασε το εκκλησάκι του Αγ. Ισίδωρου, το βράχο «Τρυπτή» καθώς και το τσιφλίκι του Π. Σάββα.
Στις
10 το πρωί μετά από περίπου 6 ώρες ιστιοπλοΐας σε μια διαδρομή που θα
του έμενε αλησμόνητη, με τον ήχο της θάλασσας και το θρόισμα των δέντρων
της στεριάς στα αυτιά του θα έφτανε στα Βατερά το επίνειο της Βρίσσας.
Η Βρίσσα με
τους 2.000 κατοίκους το σπάνιο εικονοστάσι της Ζωοδόχου Πηγής, τα δύο
ατμοκίνητα ελαιοτριβεία θα ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός του προς τον Πολυχνίτο.
5.500 άνθρωποι κατοικούσαν τον Πολυχνίτο που απείχε 42 χλμ. από την Μυτιλήνη και ήταν έδρα Μουδίρη. Κομβικό σημείο, με αμαξωτό δίκτυο που την ένωνε με την Ελπίδα και την Μυτιλήνη. Το
πρόβλημα της πόλης ήταν ότι, υπέφερε από μεγάλη έλλειψη πόσιμων υδάτων
και τα πηγάδια που υπήρχαν δεν τροφοδοτούσαν με καλής ποιότητας νερό
τους κατοίκους της.
Το πρώτο που θα
εντυπωσίαζε τον Μιχαηλίδη μπαίνοντας στην κωμόπολη θα ήταν το λαμπρό
κωδωνοστάσιο της εκκλησίας του Αγ. Γεωργίου με τα πολλά
καφενεία ένα γύρω της εκκλησίας –τα περισσότερα ιδιοκτησίας της- καθώς
και η μεγαλοπρεπής αστική σχολή της που λειτουργούσε υπό την διεύθυνση
του Π. Κουτρή. Είχε δυο ελαιοτριβεία –το ένα μάλιστα ανήκε στην εκκλησία
του Αγ.Γεωργίου- αρκετά εμπορικά με τουλάχιστον 3 φαρμακεία. Αυτό που
του κίνησε το ενδιαφέρον ήταν οι δυο ιαματικές πηγές (95ο
βαθμών) που εκτός από ιατρική χρήση λειτουργούσαν και σαν κινητήριος
δύναμη των πέντε αλευρόμυλων της πόλης. Κατάφερνε να έχει μεγάλες
εξαγωγές λαδιού και του περίφημου ντόπιου άνισου (γλυκάνισου). Μια ώρα
δρόμο μακριά υπήρχαν οι περίφημες αλυκές του Κόλπου της Καλλονής, που
εξήγαγαν περίπου 4 εκατομμύρια κιλά αλάτι τον χρόνο. Αλλά και στο
επίνειο Ελπίδα υπήρχε το ελαιοτριβείο
ΚΟΥΡΤΖΗ και το σαπωνοποιείο ΚΛΑΔΟΓΕΝΗ-ΣΑΡΑΝΤΙΔΗ ενώ πραγματοποιούνταν
και μεγάλες εξαγωγές της ονομαστής σαρδέλας.
Ίσως
ο όγκος και το πλήθος των εξαγομένων ειδών από την περιοχή του
Πολυχνίτου, κατέστησε αναγκαία την δημιουργία εμπορικής εταιρείας («ΟΜΟΝΟΙΑ») που σαν σκοπό της είχε την ανάπτυξη κεφαλαίων για εμπορικούς
σκοπούς. Απαριθμούσε είκοσι μέλη έχοντας πρόεδρό της τον Πλωμαρίτη
Εμ. Τσαμουρκέλη.
Στο τέλειωμα εκείνου
του Μάη του 1903 ο Μ. άφησε το περιποιητικό ξενοδοχείο του Ε. Κατσάνη
επιβιβάστηκε σε τρεχαντήρι και με ούριο άνεμο διήλθε ανάμεσα από το
ακρωτήρι Πέραμα και το ακρωτήρι Παναγιούδα. Στην Ερεσσό θα έφτανε μετά από 4,5 ώρες λόγω του ανέμου που «έπεσε».
Η Ερεσσός, ήταν
ονομαστή για το λιμάνι της, τα δημόσια της κτίρια, τους επιφανείς
άνδρες της -εξέχοντος του Θεοφράστου- είχε δε 3.500 κατοίκους από τους
οποίους 500 ήταν Οθωμανοί.
Ήταν
γνωστή για την παραγωγή κρασιού, σύκων, τυριού και βαλανιδιών με
σχετικά περιορισμένη την ελαιοκαλλιέργεια μιας και οι ντόπιοι είχαν
αρχίσει τα τελευταία χρόνια της επίσκεψης του περιηγητή την ενασχόληση
με την ελιά. Πολλοί κάτοικοι την εγκατέλειπαν, μεταναστεύοντα σε ξένες
χώρες αναζητώντας εργασία, μα δεν την λησμονούσαν ποτέ, επιστρέφοντας τα
τελευταία χρόνια της ζωής τους εκεί.
30 του Μάη πρωί, ο Μιχαηλίδης θα συνέχιζε την πεζοπορία του προς Τελώνια χωρίς να παραλείψει να επισκεφθεί την Μονή του Υψηλού
και να συνομιλήσει με τον Ηγούμενο Νεόφυτο. Ο τελευταίος ήταν γνωστός
για τις δωρεές στα ιερά καταστήματα των πλησιοχωρίων, πράγμα για το
οποίο απολάμβανε γενική τιμή και υπόληψη.
Τα Τελώνια, με
πληθυσμό αντίστοιχο εκείνου της Ερεσσού ήταν κτισμένα σε ύψωμα, είχαν
πολύ καλό κλίμα, μεγάλη κτηνοτροφική παραγωγή, παραγωγή μαλλιού και
βαλανιδιών. Μέσα από μια μαγευτική διαδρομή με τον αμαξωτό δρόμο
κατακλυσμένο από βαλανιδιές θα έφτανε στην Βατούσα.
Με πεντακόσιες ψυχές λιγότερες από τα Τελώνια η Βατούσα είχε στην είσοδό της, κεραμοποιείο και διατηρούσε αστική σχολή.
Διερχόμενος της πόλης έφτασε στα Φίλια, με το παρθεναγωγείο και τους 3 ελαιόμυλους -από τους οποίους οι δυο ανήκαν στην κοινότητα-.
Εκεί
φιλοξενήθηκε από τον Γ. Κόντο, ο οποίος, τύγχανε να έχει γιορτή στο
σπίτι του και μετά από ένα μεταμεσονύχτιο γλέντι θα αποκοιμόταν, για να
αναχωρήσει την άλλη μέρα πρωτομηνιά του Ιούνη , προς Σκουτάρο και
Μόλυβο. Ο καύσωνας ήταν ανυπόφορος, αλλά οι μαγευτικές τοποθεσίες και η
θαλασσινή αύρα όσο πλησίαζε τα παράλια, τον αποζημίωναν.
Έφτασε στον Μόλυβο, των 3.500 κατοίκων (μισών Χριστιανών και μισών Οθωμανών). Πανοραμικά
χτισμένος με το ενετικό του φρούριο πέντε λεπτά ,από την θάλασσα,
φάνταζε μαγευτικός. Ήταν έδρα υποδιοίκησης, είχε αρκετά μεγάλο ποσοστό
εύπορων κατοίκων, ενώ αρκετοί μετανάστευαν στα απέναντι παράλια της Μ.
Ασίας. Είχε πολλά εμπορικά με λογής εμπορεύματα, 2 ατμοκίνητα και άλλα 2
μη ελαιοτριβεία , πρακτορεία και πολύ έντονη κοινωνική ζωή. Αφού
δέχθηκε τις περιποιήσεις του Α. Μιχαηλίδη το απογευματάκι πέρασε από την
Πέτρα πορευόμενος προς την Καλλονή «κάθιδρως και κεκοπιακώς».
Επτά ώρες μακριά από την πρωτεύουσα, 2 του Ιούνη έφτανε στην Καλλονή (Αχυρώνα)
,χτισμένη σε ωραία και κατάφυτη πεδιάδα διασχιζόμενη από ποταμό, μόλις
½ ώρα από την θάλασσα. Με 2.000 κατοίκους που ασχολούνταν με την
γεωργία και το εμπόριο με κάποιους από αυτούς να μεταναστεύουν στην
Αμερική και την Μ. Ασία, ήταν έδρα Μητροπολίτη και διατηρούσε πλήρη
αστική σχολή. Με άφθονα καλής ποιότητας νερά , πάνω στην αμαξωτή οδό που
συνέδεε την πρωτεύουσα με το Σίγρι και τον Μόλυβο. Μισή ώρα δρόμο
μακριά ,ήταν το επίνειο της , η Αγία Αννα, γνωστή για τις ονομαστές
σαρδέλες Καλλονής φημισμένες και ως κέφαλοι.
Την
επόμενη μέρα επισκέφθηκε την Μονή Λειμώνος, όπου ο Ηγούμενος Άνθιμος,
τον ξενάγησε στην περίφημη βιβλιοθήκη των χειρογράφων, αργότερα δε την
ίδια μέρα «εν μέσω τρομερού καύσωνα» έφτασε στην γυναικεία μονή της
Μυρτιδιώτισσας.
3 του Ιούνη 1903
Ο Μιχαηλίδης φτάνει στην μεγαλύτερη κωμόπολη της επαρχίας Μηθύμνης την Αγ.Παρασκευή,
με 5.000 χριστιανούς κατοίκους. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την γεωργία,
κτηνοτροφία, εμπόριο. Είχαν υποφέρει πολύ τα προηγούμενα χρόνια λόγω
της ελλείψεως νερού, ώσπου το 1898 με την γενναία δωρεά του
Κωνσταντινουπολίτη Α. Βαφειάδου, ιδρύθηκε υδραγωγείο φέρνοντας στην
πόλη πολύ και καλής ποιότητας νερά από απόσταση 2 ώρες μακριά από την
περιφέρεια των Τιλίων. Αξίζει να σημειωθεί ότι μια ώρα έξω από την Αγ.
Παρασκευή υπήρχε η μεγαλύτερη γέφυρα του νησιού.
Με
την συνοδεία του ιατρού και του σχολάρχη της κωμόπολης αναχώρησε από
την Αγ.Παρασκευή προς Μανταμάδο, «υποστάς τα πάνδεινα ως εκ της
ανωμαλίας της οδού» όπως ο ίδιος περιγράφει.
Ο Μανταμάδος ,με
4.500 κατοίκους απείχε 6 ώρες από την πρωτεύουσα ,ήταν εμπορικός κόμβος
με τρία λιμάνια το ΓΕΝΙ ΛΙΜΑΝΙ, το ΠΑΛΑΙΟ ΛΙΜΑΝΙ και το ΚΑΠΑΝΟΥΜ
και με μεγάλη παραγωγή των φημισμένων μανταμαδιώτικων κουμαριών. Ο
ταξιδευτής απόλαυσε κατά την παραμονή του, τις περιποιήσεις του
ξενοδοχείου-εστιατορίου του Δ. Αποστόλου-ο οποίος ήταν και ο ιδιοκτήτης
του μεγάλου ατμοκίνητου σαπωνοποιείου που συναντούσε κανείς εντός του
λιμένος ΚΑΠΑΝΟΥΜ-. Πολύ ανεπτυγμένη ήταν και η βιομηχανία των πήλινων
αγγείων που εξυπηρετούνταν, με συνολικά 25 εργοστάσια παραγωγής στην
περιφέρεια Μανταμάδου.
Μετά από παραμονή 3 ημερών και αφού έγινε δεκτός λαμπρής φιλοξενίας αναχώρησε με τελικό προορισμό του την Μυτιλήνη.
Απολαμβάνοντας
το θέαμα των απέραντων εκτάσεων ελαιόδεντρων και πάλι και των
παραπλεόντων πλοιαρίων, διήλθε από τις ιαματικές πηγές της Θερμής και
έφτασε στα Πάμφυλα. Η κωμόπολη είχε 2.000
κατοίκους, αστική σχολή, παρθεναγωγείο και ασφαλή λιμένα όπου πολλά
πλοία κατέφευγαν σε καιρό τρικυμίας. Στην συνέχεια έφτασε στην Παναγιούδα, η οποία ουσιαστικά χτίστηκε από τους κατοίκους του Αφάλωνα, όταν αυτός καταστράφηκε με τον σεισμό του 1867.
Κατάκοπος, εκείνη την τελευταία μέρα του ταξιδιού του, μετά από 12 μέρες, άλλοτε
πεζοπορίας, άλλοτε ιστιοπλοΐας και άλλοτε ακολουθώντας τον αμαξωτό
δρόμο θα κατέληγε στις 6 Ιούνη του 1903 στην πρωτεύουσα Μυτιλήνη υπολογίζοντας πως μονάχα οι ώρες πεζοπορίας του έφταναν τις 45 ώρες!
Ο Μιχαηλίδης στις 7 του Ιούνη επιβιβάστηκε στο ατμόπλοιο «ΣΤΑΜΠΟΥΛ» και με γλυκύτατο καιρό αναχώρησε για την Π. Φώκαια.
Σημ1. Στο παραπάνω κείμενο μεταφέρθηκαν, η πορεία, οι αναφορές σε μέρη, άτομα, επιχειρήσεις, τοπωνύμια όπως ακριβώς παρατέθηκαν στο βιβλίο του Μ.Ι. Μιχαηλίδη
Του Μάκη Μπεκιάρη / Lesvosoldies.gr via lesvosnet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου