Ο Μαύρος Σεπτέμβρης της Λέσβου πριν από 555 χρόνια.
Ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Βενέδικτος,αυτόπτης μάρτυρας της άλωσης της πόλης από τους Οθωμανούς το 1462,περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τη φρικτή εμπειρία του ίδιου και του ποιμνίου του:
''Eίχε λοιπόν φωτίσει τότε η πρώτη του περασμένου Σεπτέμβρη, όταν το
πρωί είδαμε μπροστά μας το πέλαγος γεμάτο από όλες τις μεριές με πανιά.
Σύναυγα φτάνουν στο νησί, στο παλιό λιμάνι του Αγίου Γεωργίου, συνολικά
500 καράβια, γεμάτα πολιορκητικές μηχανές, 110 πλοία με πανιά κι από
αυτά 24 μεγάλα πολεμικά και τα υπόλοιπα διάφορα είδη φούστες και μία
γαλέρα φερμένη από τη Σινώπη.
Μόλις λοιπόν οι Τούρκοι έπιασαν το λιμάνι και αγκυροβόλησαν,οι απεσταλμένοι μας πηγαίνουν στον πασά,δηλαδή τον αρχηγό του στρατού Μαχμούτ,ζητώντας να μάθουν την αιτία της αναπάντεχης αποκοτιάς,απορώντας για τον ξαφνικό ερχομό,αφού σε όλα αυτά τα 7 χρόνια είχαμε πληρώσει τον επιβαλλόμενο ετήσιο φόρο,7000 χρυσά φλουριά βενετικά και κανένα σφάλμα δεν αποκοτήσαμε απέναντι στο κράτος τους.
Απαντά ο Μαχμούτ ότι ο σουλτάνος θέλει το κάστρο της Μυτιλήνης και το νησί δικό του.Και επειδή εμείς αρνηθήκαμε,οι Τούρκοι εφορμούν αμέσως από τα καράβια και κυριεύουν τις ακτές και περιτριγυρίζουν το κάστρο μας με στρατό.
Και πριν προλάβουμε να ασφαλίσουμε τις πόρτες των προμαχώνων μας, που
μόλις είχαμε χτίσει, οι εχθροί κάνουν έφοδο. Έτσι λοιπόν ανάβει ο
πόλεμος και ολόκληρη τη μέρα έπεφταν βροχή οι πέτρες μέχρι να
σταματήσουν λόγω της νύχτας. Την επόμενη μέρα με τον ίδιο τρόπο οι
εχθροί έρχονται να πολεμήσουν, προκαλώντας τους δικούς μας σε συμπλοκή,
περισσότερο με ακροβολισμούς παρά με κανονική μάχη. Και οι δικοί μας
πολεμιστές που έκαναν εξόδους,άλλοτε για να μαζέψουν βέλη κι άλλοτε για
να συμπλακούν με τους εχθρούς, ροβόλησαν ορμητικά προς τα κάτω, ώστε 2
από μας, μη μπορώντας να γυρίσουν, έμειναν με ανοιγμένα τα κεφάλια
ξαπλωμένοι στο χώμα. Και τα κεφάλια τους καρφωμένα πάνω σε κοντάρια
φέρνονται με χαρά στον πασά,που τους δίνει δώρο για την ανδρεία τους.
Την τέταρτη μέρα κάνοντας συγκέντρωση οι μαχητές, βρεθήκανε μόλις 1000
άντρες από εμάς να φέρουν κράνη και ασπίδες και απ'αυτούς 2 φούστες από
τη Ρόδο με 70 μαχητές και 110 από τη Χίο με ισπανική καταγωγή, που
έφτασαν σε εμάς ως μισθοφόροι. Πραγματικά αυτοί αγωνίζονταν πρόθυμα
αποκρούοντας ακούραστα τις επιθέσεις, Τούτους στο τέλος, μετά την
παράδοση,αφού τους πριόνισαν μέχρι τη μέση,τους άφησαν να τους φάνε τα
σκυλιά,τελειώνοντας ευτυχισμένα την προσπάθειά τους για χαρά του
Κυρίου,με τον ουρανό να τους σκεπάζει αντί για τάφο.
Στο μεταξύ τοποθετούνται πολύ μεγάλες βομβάρδες, με το βάρος των βομβών
τους να ξεπερνά τις 700 λίβρες, 3 στα Σαπουνάδικα, άλλη στην εκκλησία
του Αγίου Νικολάου, άλλη στην Αγία Καλή κοντά στην κρεμάλα των
εγκληματιών και η έκτη απέναντι από τον προμαχώνα της Βαρβακάνας,που τον
υπερασπιζόταν ο μοναχός Ανδρέας και κάποιος ιππότης από τη Ρόδο με 7
πολεμιστές. Και με 150 χτυπήματα βλημάτων ρίχνουν κάτω τον πύργο της
Παναγιάς και από άλλα ολόγυρα τα καστροτοίχια. Και οι βομβάρδες ρίχνανε
ασταμάτητα βαριές κοτρώνες,χωρίς οι δικοί μας να μπορούν να τις πλήξουν,
ενώ τα τύμπανα των εχθρών έπαιζαν ακατάπαυστα.
Η βομβάρδα λοιπόν που ήταν στον Άγιο Νικόλαο,με 30 βολές έφτασε να
τρυπήσει πέρα ως πέρα τον πύργο του λιμανιού,τον κατασκευασμένο άλλοτε
στη μέση της θάλασσας από έναν κυβερνήτη γαλέρας, ονομαζόμενο Πέτρο ντε
Λαράντα. Κι επειδή έπεσαν τα πάνω μπιντένια,κανένας από τους 8 δικούς
μας που φύλαγαν δεν τόλμησε να ξαναγυρίσει στη θέση του. Είχε φτάσει
κιόλας η όγδοη μέρα όταν οι Τούρκοι, ύστερα από την καταστροφή του
πύργου,με μια φούστα γεμάτη πολεμιστές, πλησιάζουν και τον κυριεύουν,
σηκώνοντας ψηλά την κόκκινη σημαία τους πάνω του. Με την κατοχή του
πλέον οι εχθροί έγιναν πιο τολμηροί, με βέλη και διάφορες μηχανές να
τεντώνουν τις προσπάθειες προς το πιο κάτω προάστειο, δηλαδή το οχυρό
του Μελανουδίου. Και άρχισαν να προχωρούν ανάμεσα στα ερείπια,αφού
έφτιαξαν ένα περάσιμο διάδρομο από γεμισμένα με χώμα κοφίνια από
λυγαριά. Οι Τούρκοι είχανε λοιπόν μαζευτεί τρεις και τέσσερις φορές
περισσότεροι απ'έξω,επειδή πίστευαν ότι μπορούσαν να καταλάβουν τα
γκρεμισμένα καστροτοίχια.
Κι ένα μέρος τους έκανε επίθεση κι είχαν κιόλας ανέβει στο τείχος, από
όπου άρπαξαν την πολεμική σημαία του βασιλιά της Αραγωνίας, όταν
αναγκάστηκαν την τρίτη φορά, κάτω από τις βολές των πετρών μας που
κροτάλιζαν, να γυρίσουν πίσω από το ίδιο μονοπάτι.
Ήταν μέσα σε αυτό το λιμάνι πολλά δικά μας καράβια και μία γαλέρα, που για να μην αρπαχτούν από τον εχθρό βουλιάχτηκαν στη θάλασσα και προτιμήσαμε τότε να βάλουμε φωτιά στα μέρη τους που εξείχαν από το νερό, γιατί δεν είχαμε εμπιστοσύνη σ'αυτή την αδύναμη πλευρά μετά την απώλεια του πύργου. Κάνουν συμβούλιο επίσης να βάλουνε φωτιά στο πιο κάτω οχυρό,το Μελανούδι,παρά να το κυριεύσουν οι εχθροί και να μετατραπεί σε οχύρωμά τους απέναντι στην ψηλή ακρόπολη που είχαμε ως καταφύγιο εμείς οι Λατίνοι. Αποδοκιμάστηκε όμως στο τέλος η σωστή αυτή σκέψη από τον Λουκίνο Γατελούζο,που είχε οριστεί αρχηγός του οχυρού και καυχιόταν πως με λίγους άντρες μπορεί να το υπερασπιστεί.
Ύστερα από 5 ημέρες μαχών στο σημείο αυτό, 20 χιλιάδες και πάνω εχθροί,
παίρνοντας περισσότερο θάρρος από φωνές και σάλπιγγες που αντήχησαν ως
τον ουρανό, εφορμούν για πέμπτη φορά σε αυτό το κάστρο και αφού
δραπέτευσαν οι δικοί μας σαν τις ακρίδες, καταλαμβάνουν και λεηλατούν
επί 3 ημέρες το οχυρό,τους ανθρώπους του και τις προμήθειές του. Και να
τώρα αυτός ο Λουκίνος μαζί με λίγους, έντρομος και λαχανιασμένος με
γυμνό σπαθί, παρουσιάζεται μπροστά μας βεβαιώνοντας όλα όσα είχαν γίνει.
Τούτο μόλις μαθεύτηκε αποσβολωμένοι όλοι τα χάσαμε και δεν γινόταν άλλη
κουβέντα από το να παραδοθεί η πόλη στους εχθρούς. Ήταν και ανάμεσα στα
άλλα μηχανήματα των εχθρών και μία βομβάρδα μοναδική,που ύψωνε ψηλά το
στόμα της και έριχνε βλήμα με βάρος 6 καντάρια, με τον καπνό από την
έκρηξή της να σκοτεινιάζει τον ήλιο.
Με τα μάτια βλέποντας κάποιος το βλήμα θα μπορούσε να το αποφύγει,
επειδή όμως έτυχε να καταπλακώσει κάποιες γυναίκες μέσα στα σπίτια τους,
γέμισε με ταραχή και φόβο όλους σχεδόν τους κατοίκους. Ώστε να
προτιμούν να αφήνουν τις θέσεις τους και να τριγυρίζουν χωρίς να
φροντίζουν για τα όπλα και να κρύβονται σαν κατεχόμενοι από ντελίριο
πίσω από πόρτες και μέσα σε κελάρια παραμελώντας τη φύλαξη των οχυρών
.Για να επισκευάσουν τα γκρεμισμένα καστροτοίχια και τα ανοίγματα ήταν
ανάγκη να πληρώνουμε χρήματα για να κουβαλάνε χώμα και πέτρες, δίνοντας
όχι ασήμαντη αμοιβή. Ούτε όμως κι αυτό ωφέλησε αφού την δέκατη πέμπτη
μέρα παραδόθηκαν δυστυχισμένοι στο κρασί και στο φαϊ,σαν να μην υπήρχε
γύρω τους πολιορκία. Πραγματικά υπήρχε τόση αφθονία σιταριού, κρασιού,
λαδιού, τυριού και άλλων τροφίμων, ώστε θα μπορούσαμε να υπομείνουμε
αστεναχώρητα την πολιορκία για καιρό και υπήρχανε πλήθος από βαλλίστρες
και μέσα υπεράσπισης, ασβέστης σε κιούπια, καζάνια με ζεματιστό λάδι και
άντρες 1000 τον αριθμό.
Αφού ξανάγινε τέλος συμβούλιο, αποφασίζεται δύο από εμάς να
διαπραγματευτούν ειρήνη με τον όρο, αφού περισωθούν οι άνθρωποι και τα
χρήματα που απέμειναν, να δεχτούν οι Τούρκοι τους κατοίκους ως υπηκόους.
Γίνεται τότε έγγραφο του αρχηγού τους προς τον Σουλτάνο και ορκίζεται ο
ίδιος στο σπαθί του ότι καμιά προσβολή δε θα καταφέρουν απέναντι στη
ζωή μας. Προβαίνει αμέσως ο Νικόλαος Γατελούζος έφιππος ακολουθούμενος
από δύο καβαλάρηδες για να παρουσιαστεί μπροστά στο βασιλιά των Τούρκων.
Γονατίζει και προσκυνάει τον καθισμένο κάτω από τη σκηνή του Σουλτάνο
και προσφέρει δακρυσμένος τα κλειδιά της πόλης Μυτιλήνης, της γλυκιάς
πατρίδας που οι πρόγονοί του κατείχαν επί 110 χρόνια. Αμέσως ένας
αξιωματούχος ονομαζόμενος Σούμπασης φεύγει για να παραλάβει την ακρόπολη
και ολόκληρη την πόλη. Και αφού πάρθηκε αυτή και τοποθετήθηκαν φρουροί
και υψώθηκαν σημαίες του βασιλιά τους, σε λίγα τα τύμπανα και οι
ζουρνάδες άρχισαν να αντηχούν και το όνομα του Προφήτη τους να ανεβαίνει
ως τα ουράνια.
Αυτή λοιπόν τη νύχτα γίνονται γλέντια, με συμπόσια και κρασοπότια, καίνε
τα σπίτια που είχανε μείνει όρια στο Μελανούδι και πίνουν τα κρυμμένα
κρασιά χύνοντας τα πιο πολλά απ'τη χαρά τους. Για να γίνει πιο σίγουρη η
συνθηκολόγηση του υπόλοιπου νησιού, διατάχτηκε ένας Μυτιληνιός
συμβολαιογράφος να φύγει και να ενεργήσει σύμφωνα με τις διαταγές
παίρνοντας μάρτυρες για να συνυπογράψουν. Με τον ερχομό του τα κάστρα
του νησιού Αυγερινός, Μόλυβος, Άγιοι Θεόδωροι και Ερεσός στέργουν στην
παράδοση.
Μερικούς υπόπτους τους παίρνουν μαζί τους,τον όχλο των χωρικών τους αφήνουν μέσα στα κάστρα. Τη δεύτερη λοιπόν ημέρα από την κατάληψη της πόλης, βγαίνει διάγγελμα του Σουλτάνου, να μην προσφέρει κανείς από τους κατοίκους τίποτα προς πώληση στους Τούρκους, αλλά με τιμωρία το κεφάλι τους, να εγκαταλείψουν όλοι τις κατοικίες τους και να παρουσιαστούν μπροστά στον ηγεμόνα για να καταγραφούν. Συνέβη λοιπόν στις 17 Σεπτεμβρίου, κάθε οικογένεια των Χριστιανών να τρέχει βιαστικά για να καταγραφεί ονομαστικά από 3 γραμματικούς και μονάχα λίγοι παραμελημένοι και ασήμαντοι αφέθηκαν στην πόλη. Και θα μπορούσε κανείς να τους δει να τρέχουν μαζεμένοι, ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον μπροστά σ'αυτούς που τους διέταζαν, διαλεγμένα παλικαρόπουλα, μελλοντικοί Τούρκοι, να αρπάζονται,παρθένες αποσπασμένες από τα χέρια των γονιών τους να απάγονται για να ξεπαρθενευτούν σε λίγο, βρέφη βυζανιάρικα τραβηγμένα από τους μαστούς των μητέρων τους, σαν κοπάδι πρόβατα, 500 πάνω κάτω να αποχωρίζονται και με τη βία να σπρώχνονται από τους σωματοφύλακες του Σουλτάνου για να γίνουν σκλάβοι του σεραγιού.
Τίποτα τότε δεν ωφελούσαν τα τα δάκρυα
τα χυμένα απ'τους πεσμένους στα γόνατα γονιούς,καθόλου τα ξεσκίσματα των
μάγουλων, καμιά ματιά δεν ωφελούσε των παιδιών προς αφημένους πίσω
γονείς. Αντίθετα από τον φόβο των χτυπημάτων, μόλις ξεσπούσαν
τ'αναφιλητά, τσακισμένοι απ'τον πόνο, έδιναν την ψεύτικη εντύπωση πως
χασμουριούνται πιότερο παρά πως στενάζουν. Καταγράφονταν τα ονόματα και
τα επώνυμα καθενός και σαν πρόβατα για σφάξιμο,αριθμημένοι παραδίδονταν
στους ναύτες για να τους μεταφέρουν ως την Κωνσταντινούπολη. Και από
αυτούς ένα μέρος πεθαίνει από το στρίμωγμα μέσα στα καράβια, πριν τα
νεκρά κορμιά ριχτούν στη θάλασσα, κόβεται το δεξί αυτί και ο γραμματικός
του πλοίου έσβηνε το όνομά του από τον κατάλογο. Από αυτούς τους
αιχμαλώτους, ένα μέρος τους κάνει σκλάβους δικούς του, ένα άλλο το
παραχώρησε ως δώρο στους αξιωματούχους του στόλου του και το υπόλοιπο το
μοίρασε στα στρατεύματά του και αυτοί τους πούλησαν δημόσια στην ακτή
του ίδιου του νησιού.
Δεκα χιλιάδες και πάνω κάτοικοι απάγονται για να συμπληρώσουν τα σπιτικά
της πριν λίγο αδειασμένης Κωνσταντινούπολης. Και αυτοί λοιπόν
μεταφέρονται με γαλέρες και μεταφορικά καράβια και στις 16 Οκτωβρίου
φτάσαμε στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης. Υστερα το πλήθος των
αιχμαλώτων, είτε πουλημένο, είτε δοσμένο σαν δώρο, σκορπισμένοι και
ξεκληρισμένοι, περάσαμε με θλίψη και στεναγμούς μέρες γεμάτες αγωνίας,
ικετεύοντας ακατάπαυστα τον Κύριο Ιησού να καταδεχτεί να μας απαλλάξει
από τις τόσες δυστυχίες που πέφτουν πάνω μας κάθε μέρα, αφού καμιά ως
τώρα βοήθεια δεν μπορεί να μας ωφελήσει.''
από το εν Λέσβω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου