Του Παναγιώτη Δ. Μιχαηλάρη *
Το ζήτημα της προίκας, της προικοδοσίας δηλαδή των παιδιών που ξεκινούν την έγγαμη περιπέτειά τους, με ορισμένα περιουσιακά στοιχεία - κινητά ή ακίνητα - που τους παρέχουν οι γονείς τους, αποτέλεσε και αποτελεί κεντρικό σημείο της κοινωνικής ζωής με συνεχή ροή στο χρόνο, που φυσικά φθάνει ως τις μέρες μας. Η σημασία αυτής της συμπεριφοράς αναδεικνύεται από το γεγονός ότι απέκτησε σιγά - σιγά και τη μορφή θεσμοθετημένης και νομικά κατοχυρωμένης ενέργειας και εντάχθηκε στο Οικογενειακό Δίκαιο κάθε χώρας με την ανάλογη βιβλιογραφική κάλυψη.
Ωστόσο, μέχρι να φθάσουμε στο σύγχρονο νομικό πλαίσιο και δεδομένου ότι η ελληνική κοινωνία κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας δεν ακολούθησε μια σταθερή εξελικτική πορεία, το ζήτημα της προικοδοσίας γνώρισε διάφορες φάσεις και αναπροσαρμογές, οι οποίες φαίνονται ανάγλυφα από τη μελέτη του φαινομένου αυτού, όπως μπορούμε να το παρακολουθήσουμε στο νησί μας, στη Λέσβο. Φυσικά οι ιστορικές μαρτυρίες που βοηθούν το έργο μας ως προς το ζήτημα της προίκας δεν πάνε βαθιά στο χρόνο: όσον αφορά τη Λέσβο, αλλά και γενικότερα όλον, σχεδόν, τον ελλαδικό χώρο, οι σχετικές προικοδοτικές διατάξεις μετά βίας εντοπίζονται στα τέλη του 17ου αιώνα και κυρίως στις αρχές του 18ου.
Όμως, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Όταν αναφερόμαστε στην προικοδοσία, όλοι γνωρίζουμε ότι στη συντριπτική πλειονότητα, αυτή αφορά προικοδοσία των θυγατέρων. Η κόρη, οι κόρες είναι το μέλημα των γονιών, δηλαδή πώς θα μπορέσουν να προικίσουν τα θηλυκά παιδιά τους για να τα παντρέψουν, να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του γαμπρού.
Όλες οι σχετικές μαρτυρίες, οι οποίες προέρχονται από διάφορα ιστορικά ντοκουμέντα, που κατά καιρούς έχουν εκδοθεί, αλλά και από προφορικές μαρτυρίες π.χ. περιηγητών που πέρασαν από το νησί μας και αργότερα τύπωσαν τις εντυπώσεις τους, συμφωνούν σε ένα σημείο: ότι δηλαδή στο νησί της Λέσβου επικρατούσε μια περίεργη συνήθεια, σύμφωνα με την οποία η πρωτότοκη θυγατέρα, όταν παντρευόταν - και συνήθως παντρευόταν πρώτη -, έπαιρνε ως προίκα όλη την πατρική περιουσία.
Όπως καταθέτουν εξάλλου οι πηγές, το γεγονός αυτό είχε πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα για τη λεσβιακή οικογένεια, επειδή οι θυγατέρες που ακολουθούσαν - τότε ο κόσμος έκανε πολλά παιδιά, για διάφορους λόγους που δεν είναι της στιγμής -, δε διέθεταν επαρκή προίκα για να βρουν άντρα και αυτές, με αποτέλεσμα να καταφεύγουν, παρά τη θέλησή τους, σε μοναστήρια ή να γίνονται παρακόρες ή ακόμα, το χειρότερο, να εκπορνεύονται. Αλλά και οι γονείς δεν είχαν καλύτερη τύχη, επειδή προικίζοντας με το σύνολο σχεδόν της περιουσίας τους την πρωτότοκη θυγατέρα, έμεναν χωρίς οικονομικούς πόρους στα γεράματά τους και έτσι, όπως αναφέρουν μερικά έγγραφα, καταντούσε ο γάμος, αντί να προσφέρει χαρά και ευφροσύνη, να γίνεται αιτία λύπης και απόγνωσης.
Βέβαια, αυτά τα τραγικά στοιχεία τα γνωρίζουμε από τα έγγραφα, τα οποία περιέχουν αποφάσεις με τις οποίες οι δημογεροντίες με τη σύμπραξη της τοπικής Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επιχείρησαν να επιφέρουν σοβαρές αλλαγές και να παρέμβουν ουσιαστικά στον τρόπο παροχή της προίκας. Ως εκ τούτου έπρεπε να υπερτονίσουν τις αρνητικές συνέπειες ώστε να μπορέσουν να επιβάλουν το καινούργιο, σε μια κοινωνία που μπορεί να υπέφερε, αλλά αντιδρούσε στη νεωτερικότητα και την αλλαγή. Με άλλα λόγια, δεν έχουμε άμεση μαρτυρία ότι η δείνα οικογένεια προίκισε την πρωτότοκη θυγατέρα της με όλη την πατρομητρική περιουσία και οι άλλες κόρες, δηλαδή η τάδε και τάδε, κατάντησαν έτσι ή αλλιώς. Για τα αρσενικά παιδιά δε μιλάμε, επειδή ως γαμπροί θα διεκδικούσαν, όταν νυμφεύονταν, την προίκα που δικαιούνταν...
Γράφαμε πριν από 15 περίπου μέρες, στο πρώτο σημείωμά μας για την προικοδοσία στη Λέσβο, ότι όλες οι μαρτυρίες συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι είχε επικρατήσει η συνήθεια να παίρνει ως προίκα το σύνολο της πατρομητρικής περιουσίας η πρώτη θυγατέρα. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα οι ακολουθούσες θυγατέρες να μη διαθέτουν προίκα και κατά συνέπεια να μην μπορούν να βρουν άντρα, με αποτέλεσμα είτε να καταφεύγουν σε μοναστήρια -παρά τη θέλησή τους-, είτε να γίνονται παρακόρες -πολλές φορές στο σπιτικό της πρώτης θυγατέρας-, είτε να εκπορνεύονται.
Πώς τα ξέρουμε αυτά; Οι μαρτυρίες μας είναι έμμεσες: δηλαδή τα μαθαίνουμε κυρίως από τις γραπτές αποφάσεις - εκκλησιαστικών και δημογεροντικών αρχών - με τις οποίες έγινε προσπάθεια να αλλάξουν τα πράγματα, δηλαδή να εκλογικευτεί η διαδικασία της προικοδοσίας ώστε και οι δευτερότοκες, τριτότοκες κ.τ.λ. θυγατέρες να παντρεύονται, αλλά και οι γονείς να μην περιπίπτουν σε καθεστώς ανέχειας και μάλιστα στα γεράματά τους.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται μόνο στο δικό μας νησί; Όχι βέβαια. Γνωρίζουμε, πάλι με τον ίδιο τρόπο - αποφάσεις, περιηγητές - ότι και σε άλλα νησιά, κυρίως των Κυκλάδων, αλλά και σε διάφορες πόλεις του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου, κάτι ανάλογο συνέβαινε. Μάλιστα οι σημαντικότερες πληροφορίες για ανάλογα φαινόμενα προέρχονται από την Ήπειρο και συγκεκριμένα από το χώρο ευθύνης της Μητροπόλεως Ιωαννίνων, απ’ όπου έχουμε τη βέβαιη πληροφορία ότι το 1776 οι εκκλησιαστικές και δημογεροντικές αρχές πήραν μέτρα για να περιορίσουν τις αλόγιστες προικοδοσίες. Στην απόφαση του 1776, όμως, γίνεται αναφορά και σε παλαιότερες αποφάσεις που είχαν ληφθεί, που κατεβαίνουν χρονικά στις αρχές του 18ου αιώνα, ίσως και στις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αι..
Τώρα, θα μου πείτε, γιατί άφησα τη Λέσβο, το νησί μας, για την ιστορία του οποίου γράφονται αυτές οι γραμμές, και πήγα στα Γιάννενα και μάλιστα αναφέρομαι σε περιόδους που οι επικοινωνίες και οι επαφές δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα, παρά το γεγονός ότι η θάλασσα, το Αιγαίο, δεν είναι θάλασσα που χωρίζει, αλλά αντίθετα θάλασσα που ενώνει τους ανθρώπους κοντινών και μακρινών τόπων. Όπως θα δούμε, ωστόσο, στη συνέχεια το πράγμα έχει την εξήγησή του και αυτήν ακριβώς θα σας εκθέσω.
Γνωρίζαμε, λοιπόν, από έγγραφα του 1776, ότι κάτι έγινε για την προικοδοσία στα Γιάννενα και μάλιστα η απόφαση αυτή μάς έστελνε και στις αρχές του 18ου αιώνα, επειδή αναπαρήγαγε παλαιότερες διατάξεις για το θέμα αυτό. Τώρα, ένας πολύ γνωστός λόγιος και δεινός μελετητής των εκκλησιαστικών και πλείστων άλλων (κοινωνικών, εκπαιδευτικών, οικονομικών, νοοτροπικών κ.τ.λ. θεμάτων), ο χαλκέντερος Μανουήλ Γεδεών, που έχει σχέση με το νησί μας και για άλλους λόγους, στους οποίους, αν είμαστε καλά, θα αναφερθούμε κάποια στιγμή, πέρασε ένα μεγάλο μέρος στην Κωνσταντινούπολη και στα αρχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του οποίου υπήρξε και μέγας χαρτοφύλακας (δηλαδή γραμματικός, αλλά με όρους βυζαντινής μεγαλοπρέπειας μέγας χαρτοφύλακας).
Αυτός, λοιπόν, ο σπουδαίος λόγιος έγινε η αιτία, άθελά του βέβαια, ένα γεγονός που αφορούσε το νησί της Λέσβου, δηλαδή η παράλογη απόδοση όλης της πατρομητρικής περιουσίας ως προίκα στην πρώτη θυγατέρα, να συνδεθεί με τα Γιάννενα και όχι με τη Λέσβο, και αυτό να αναπαράγεται συνεχώς από τους μελετητές του φαινομένου, μέχρι που τα τελευταία χρόνια είχαμε τη δυνατότητα να αποκαταστήσουμε τα πράγματα.
γνώριζε τι έγινε στα Γιάννενα. Δημοσίευσε μάλιστα σε ένα διάσημο περιοδικό του Πατριαρχείου, που κυκλοφορούσε επί δεκαετίες, την περίφημη «Εκκλησιαστική Αλήθεια», σχετική μελέτη για τα διατρέξαντα στη μητρόπολη Ιωαννίνων το 1776 και τις μνείες και για προηγούμενες ενέργειες εκλογίκευσης της προικοδοτικής διαδικασίας. Εν τω μεταξύ ο Γεδεών, ερευνώντας, όπως το συνήθιζε, βρήκε στους κώδικες του Πατριαρχείου ένα πατριαρχικό γράμμα, που δεν είχε όνομα πατριάρχη ούτε ημερομηνία, επειδή ήταν αντίγραφο, και οι γραμματικοί, όπως τα έγραφαν βιαστικά με το χέρι, κοιτούσαν να συντομεύουν και παρέλειπαν στοιχεία· αυτό το πατριαρχικό γράμμα ακριβώς, αναφερόταν στο ζήτημα της προικοδοσίας της πρώτης θυγατέρας και επιχειρούσε να θέσει τέλος στην παράλογη αυτή συνήθεια να παίρνει ως προίκα όλην την περιουσία.
Τότε ο Γεδεών πρέπει να σκέφτηκε ως εξής, κατά πάσαν πιθανότητα: αφού γνωρίζουμε ότι και παλαιότερα έγινε προσπάθεια περιστολής της αλόγιστης προικοδοσίας στα Γιάννενα και το πατριαρχικό γράμμα αναφέρεται σε παρόμοια προσπάθεια, αυτό πρέπει να είναι και το σχετικό γράμμα, το οποίο έτσι το χρονολόγησε στο 1701 και το απέδωσε στον οικουμενικό πατριάρχη Καλλίνικο Β΄, μολονότι το γράμμα, όπως ανέφερα, δεν έχει όνομα πατριάρχη, χρονολογία, ούτε αναφέρει τον τόπο που συνέβαινε η υπερβολική προικοδοσία της πρώτης θυγατέρας.
Αυτά, δηλαδή οι μελέτες τού Μ. Γεδεών, έγιναν γύρω στο 1900. Από τότε και στο εξής, όποιος καταπιανόταν με το ζήτημα της προικοδοσίας και τις προσπάθειες που έγιναν - και έγιναν πολλές - για την εκλογίκευσή της, άρχιζε πάντα από τη μελέτη τού Μ. Γεδεών και έθετε ως αρχή το 1701 και τα Γιάννενα.
Τα τελευταία χρόνια, το ζήτημα της προικοδοσίας άρχισε να απασχολεί και εμένα. Έχοντας ως βάση τον πρώτο κώδικα της Ι. Μητροπόλεως Μυτιλήνης, τον οποίο είχα μελετήσει παλαιότερα, αλλά που, τώρα πια, χάρις στον Απόστολο Σπανό και τη φιλερευνητική διάθεση του νυν μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου Φραντζή, έχουμε δημοσιευμένο, έβαζα σε μια σειρά τις δεκάδες αποφάσεις για το ζήτημα της προικοδοσίας.
Και τότε, έχοντας δίπλα μου τα δημοσιεύματα του Γεδεών και τις πράξεις του κώδικα Α΄ της Ι. Μητροπόλεως Μυτιλήνης, διαπιστώνω με έκπληξη ότι το γράμμα χωρίς όνομα πατριάρχη και χωρίς χρονολογία για την προικοδοσία στα Γιάννενα, όπως έλεγε ο Μ. Γεδεών, βρισκόταν αυτούσιο στον Α΄ κώδικα της Μυτιλήνης, όμως με όνομα πατριάρχη «Γαβριήλ Γ΄» και χρονολογία «5 Απριλίου 1705», και σταλμένο στο μητροπολίτη Μυτιλήνης εγκρίνοντας τα μέτρα για τον τρόπο προικοδοσίας της πρώτης θυγατέρας. Μάλιστα ο κώδικας της Μυτιλήνης άρχιζε με μια απόφαση της δημογεροντίας για το ίδιο ζήτημα, που την έστειλαν στον πατριάρχη για να την επικυρώσει και να σταματήσει η πρώτη θυγατέρα να τα παίρνει όλα, πράγμα που έκανε με το γράμμα του ο Γαβριήλ Γ΄. Να λοιπόν που όλα άλλαζαν...
Ωστόσο, σε τέτοιες δουλειές, σαν τις δικές μας, πάντα μένει η αμφιβολία, όταν γνωρίζεις ότι ο Γεδεών ήταν οξύνους μελετητής και κυρίως είχε στη διάθεσή του τα αρχεία του Πατριαρχείου. Σε αυτά, λοιπόν, έπρεπε να καταφύγουμε ώστε να κλείσει οριστικά το θέμα.
Πράγματι λοιπόν, αυτό έκανα με την πρώτη ευκαιρία και συγκεκριμένα τον περασμένο χρόνο όταν βρέθηκα στην Κωνσταντινούπολη. Πήρα στα χέρια μου λοιπόν τον κώδικα που είχε μελετήσει ο Μ. Γεδεών και διαπίστωσα το λάθος του. Το κείμενο του πατριαρχικού γράμματος που αυτός συμβουλεύτηκε, δεν είχε ούτε όνομα πατριάρχη, ούτε όνομα μητρόπολης, ούτε χρονολογία και γι’ αυτό ο Μ. Γεδεών, που ήξερε ότι κάτι έγινε και στα Γιάννενα, το απέδωσε στη μητρόπολη αυτή.
Έλα όμως που το ίδιο κείμενο, αλλά με όνομα πατριάρχη, ημερομηνία, παραλήπτη, υπάρχει στον κώδικα της Ι.Μ. Μυτιλήνης και φυσικά αυτό είναι το πρωτότυπο που στάλθηκε στους ενδιαφερομένους, ενώ αντίγραφό του με περιληπτικά στοιχεία, όπως συνηθιζόταν, έμεινε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Έτσι το θέμα έκλεισε και εγώ με βάση τα ακλόνητα αυτά στοιχεία δημοσίευσα στο περιοδικό «Ο Ερανιστής» (τόμ. 28) - για να κάνουμε και τη σχετική προσωπική διαφήμιση… - σχετική μελέτη με τον τίτλο: «Ιωάννινα ή Μυτιλήνη;
Νέα στοιχεία για την πρώτη γνωστή απόπειρα παρέμβασης στην προικοδοτική διαδικασία (αρχές 18ου αι.)», κλείνοντας το θέμα και αποδεικνύοντας ότι στα 1705 το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενέκρινε αίτημα της δημογεροντίας Μυτιλήνης και ανέτρεψε το έως τότε ισχύον καθεστώς στη Λέσβο, σύμφωνα με το οποίο η πρώτη θυγατέρα έπαιρνε ως προίκα όλη σχεδόν την πατρική περιουσία, γεγονός που δυσκόλευε την παντρειά των άλλων θηλυκών, τουλάχιστον, παιδιών και βύθιζε σε φτώχεια και τους γονείς της.
Όπως θα περίμενε κανείς, μια παρόμοια απόφαση θα εξομάλυνε την κατάσταση στη Λέσβο ως προς την προικοδοσία, αφού ανέτρεπε μια κατάφωρη παραβίαση της κοινής λογικής και του κοινού συμφέροντος. Και όμως, αγαπητοί αναγνώστες, τα πράγματα δεν ησύχασαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου ακόμα και του 19ου αιώνα.
Θα ακολουθήσουν δεκάδες παρεμβάσεις των δημογεροντικών και εκκλησιαστικών αρχών και μόλις στις αρχές του 20ού αι. με την ενσωμάτωση του νησιού στον εθνικό κορμό, κάτι φαίνεται να αλλάζει, όπως άλλωστε έχουμε τη δυνατότητα να ζούμε και να βιώνουμε στις μέρες μας.
Στην προσπάθειά μας να παρουσιάσουμε από τις σελίδες του φιλόξενου «Εμπρός» το πρόβλημα της προικοδοσίας στη Λέσβο, και ιδιαίτερα όπως αυτό παρουσιάζεται από το 1705 και εξής, όταν διαθέτουμε γραπτές πηγές με βέβαια στοιχεία για το ζήτημα αυτό, γράφαμε ότι η προικοδοσία αποτελεί ένα πολυσύνθετο φαινόμενο που εξελίσσεται στο χρόνο.
Δηλαδή από τη στιγμή που η προικοδοσία δημιούργησε τεράστια προβλήματα στο οικογενειακό και ευρύτερα στο κοινωνικό εποικοδόμημα της λεσβιακής κοινωνίας, θα περάσουν τουλάχιστον δύο αιώνες έως τα πράγματα να προσλάβουν μια σταθερή μορφή. Φυσικά δεν είναι δυνατόν στα σημειώματα αυτά να παρουσιάσουμε όλες τις πτυχές του ζητήματος της προικοδοσίας. Ο προσεκτικός αναγνώστης, πάντως, ευελπιστούμε ότι κατάλαβε το εύρος των προβλημάτων και τις προσπάθειες που έγιναν από τους τοπικούς και υπερτοπικούς παράγοντες να εκλογικευθούν τα πράγματα.
Όμως, και στο ζήτημα αυτό έχουμε τη δυνατότητα να δούμε, για μια φορά ακόμη, αυτό που συχνά συμβαίνει στην Ιστορία, δηλαδή ότι το καινούργιο, το νεωτερικό, όταν εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της δράσης ορισμένων ανθρώπων που επιχειρούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που συσσωρεύει ο χρόνος, δεν υιοθετείται αμέσως από τους ανθρώπους.
Το αντίθετο: μια καινοτομία, ενώ επιζητεί να ανατρέψει παγιωμένες καταστάσεις, που προξενούν προβλήματα στους ανθρώπους, συναντά αντιδράσεις από τμήματα της κοινωνίας, που δε θέλουν να αλλάξει τίποτε.
Αναπόφευκτα λοιπόν, παλιό και νέο, για μια περίοδο θα συνυπάρξουν, θα συγκρουστούν πιθανότατα, μέχρις ότου το νέο να γίνει αποδεκτό από το μεγαλύτερο, τουλάχιστον, μέρος του κοινωνικού συνόλου, μέχρις ότου και αυτό, με τη σειρά του, να μεταπέσει σε παλιό, με όλα τα επακόλουθα...
Κάτι τέτοιο συνέβη και με το ζήτημα της προικοδοσίας στη Λέσβο. Μολονότι, η απόφαση της Δημογεροντίας της Μυτιλήνης, επικυρωμένη και από το Πατριαρχείο (1705), ανακούφιζε, απάλλασσε, τις λεσβιακές οικογένειες από δυσβάστακτα οικονομικά βάρη, θα συναντήσει αντιδράσεις και δε θα υιοθετηθεί αμέσως. Και όχι μόνο αυτό, αλλά πολύ γρήγορα θα επικρατήσουν άλλες απόψεις που θα λάβουν συγκεκριμένη νομοθετική υπόσταση.
Μάρτυρας και γι’ αυτό είναι πάλι ο πρώτος κώδικας της Ι. Μητροπόλεως Μυτιλήνης, που τώρα πλέον διαθέτουμε την πλήρη έκδοσή του, όπως ήδη έχω αναφέρει. Διατρέχοντας λοιπόν τις σελίδες του θα διαπιστώσουμε ότι το 1731 το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα επέμβει ξανά για να ορίσει ως ανώτατο ποσό προίκας τα 2.000 γρόσια. Αλλά μετά από 20 περίπου χρόνια, ο πατριάρχης Κύριλλος Ε΄ το 1754 θα παρέμβει και πάλι στα προικοδοτικά πράγματα του νησιού μας.
Το γράμμα του είναι μια ρητή μαρτυρία ότι όσα θεσπίστηκαν, δεν επέλυσαν το πρόβλημα, επειδή ακριβώς οι Μυτιληνιοί, οι Λέσβιοι γενικότερα, ακολουθούν τις παλαιές συνήθειες (!!!), δηλαδή εξακολουθούν να δίνουν στην πρώτη θυγατέρα σχεδόν τα πάντα!!!
Έτσι οι δημογέροντες της Μυτιλήνης, του νησιού ολόκληρου, φθάνουν στην Κωνσταντινούπολη για να ρυθμίσουν μέσω της Μεγάλης Εκκλησίας ό,τι μπορεί να ρυθμιστεί και τελικά αποφασίζεται ότι όταν παντρεύεται η πρώτη θυγατέρα, θα γίνεται από τίμιους διατιμητές εκτίμηση της πατρικής περιουσίας και από αυτή θα παίρνει η πρώτη θυγατέρα το 1/3 και τα 2/3 θα μένουν για τα άλλα παιδιά.
Στη συνέχεια όταν παντρεύεται η δεύτερη κόρη, θα γίνεται ξανά εκτίμηση της περιουσίας, θα παίρνει η δεύτερη κόρη το 1/3 της εναπομείνασας περιουσίας και τα άλλα 2/3 θα μένουν για τα υπόλοιπα παιδιά, κ.ο.κ..
Αγαπητοί αναγνώστες, νιώθω ότι αρκετά γράψαμε για την προικοδοσία στη Λέσβο, αρχίζοντας από το 1705, χωρίς να εξαντλήσουμε το θέμα.
Όμως κρίνω ότι πρέπει να τελειώνουμε με την προίκα και τα «αμπούρτστα τσιφάλια» των συμπατριωτών μας, επειδή εδώ, στις σελίδες της εφημερίδας αυτής, δεν μπορεί παρά τα ιστορικά προβλήματα να τίθενται μόνο ως «οσμή ευωδίας» και όχι στο σύνολό τους.
* Δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα "Εμπρός"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου