Όπως, ίσως, θα θυμούνται οι συστηματικοί αναγνώστες αυτής της στήλης, είχαμε γράψει πριν από αρκετό καιρό, σε ένα από τα πρώτα σημειώματά μας, ότι λίγο μετά την οθωμανική κατάκτηση του νησιού (1462) και βέβαια μετά τις πρώτες δύσκολες στιγμές της ανατροπής μιας παλαιότερης κατάκτησης (Γατελούζοι), έχουμε, έστω και λίγες, μαρτυρίες που μας δείχνουν ότι η ζωή άρχισε και πάλι να βρίσκει τους ρυθμούς και την όποια κανονικότητά της.
Αυτό, βέβαια, ίσως παραξενεύει κάποιους ή και πολλούς αναγνώστες, επειδή η περίοδος της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με τα διδάγματα της ιστορίας που μαθαίναμε πριν από λίγα χρόνια στα σχολεία μας, και τα κηρύγματα, ακόμα και τώρα, μιας άλλου τύπου ιστορίας... (πολύ τολμηρό να την πει κανείς ιστορία), έχει στενά συνδεθεί με μιαν αντίληψη ακινησίας, πλήρους σκοταδισμού, καταστροφών, συνεχών κατατρεγμών κ.τ.λ..
Αν όμως έτσι ήταν τα πράγματα και οι αιώνες κυλούσαν στην αμάθεια και το σκότος, στην πείνα και στην καταστροφή, τότε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε την ανέλιξη και την πρόοδο του 18ου λ.χ. αιώνα, τα σχολεία, το εμπόριο, και εν τέλει την Επανάσταση του 1821.
Άρα, με κάποιο τρόπο διαφορετικό πρέπει να κοιτάξουμε προς το παρελθόν και να αναζητήσουμε τα σημάδια, τα τεκμήρια μιας, αν όχι εξέλιξης, αλλά τουλάχιστον μιας υποφερτής ζωής των ραγιάδων -αναμφίβολα με ορισμένες στιγμές αναπόφευκτων μεγάλων δεινών και κατατρεγμών- που σιγά-σιγά οδήγησε προς την εθνική χειραφέτηση.
Είχαμε υποστηρίξει εξάλλου ότι κάθε κατακτητής ενδιαφέρεται πρώτιστα να δημιουργήσει τους όρους μιας παραμονής στο χώρο των ανθρώπων, οι οποίοι πρέπει να παράγουν και να φορολογούνται για λογαριασμό του, ώστε αυτός να βελτιώνει τους όρους της δικής του ζωής και έτσι να έχει νόημα η κατάκτησή του.
Αλλά αυτά δεν μπορεί να τα επιτύχει ούτε με νεκρούς ούτε με εξαθλιωμένους έως θανάτου κατακτημένους.
Αυτά όλα μάλλον παρουσιάζονται ως φυσιολογικά και ίσως ευνόητα όταν τα παραθέτει κάποιος, αλλά απαιτούν και την τεκμηρίωσή τους. Είχαμε λοιπόν τότε προσκομίσει το γεγονός ότι μεταξύ του 1471 και του 1475, μια παπαδιά, η γυναίκα του Ξενητού, αγόρασε από τους κατακτητές το ναό της Μυρσινιώτισσας.
Να, όμως που το παράδειγμά μας αυτό δεν είναι και το μοναδικό. Είχα την ευκαιρία, τελευταία, να μιλήσω με το Χρήστο Σταυράκογλου, με αφορμή το σπουδαίο βιβλίο του για τα έγγραφα της Βατούσας, και εκείνος μού θύμισε και μια άλλη παρόμοια περίπτωση που έγινε τα ίδια πάνω - κάτω χρόνια, την οποία είχε επεξεργασθεί και παλαιότερα, αλλά και τώρα περιέλαβε στο βιβλίο του.
Πρόκειται για ένα χοτζέτι του 1480, σύμφωνα με το οποίο ο Ιωσήφ Ραιδεστηνός πουλά διάφορα υποστατικά - ανάμεσά τους το μοναστήρι του Καλαμίου και το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη - στην περιοχή της δυτικής Λέσβου, στην καλογριά Αναστασία.
Τα υποστατικά αυτά προσδιορίζονται με σαφήνεια, αλλά, αντίθετα, δεν προσδιορίζεται ο τρόπος που τα απέκτησε ο Ραιδεστηνός. Βέβαια, ομολογεί ότι τα αγόρασε, αλλά δε μας καταθέτει από πού και από ποιον.
Όπως, όμως, και να έχουν τα πράγματα, πρόκειται για μια αγοραπωλησία σημαντικής περιουσίας που κάποιος χριστιανός την πουλά και που αγοράζεται από μια καλογριά.
Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά;
Ή μάλλον, αντιστρέφοντας τα πράγματα. Είναι δυνατόν όλα αυτά να συμβαίνουν κάτω από ένα καθεστώς όπου όλα βρίσκονται υπό το κράτος κατατρεγμών, απειλών, καταστροφών, διώξεων κ.τ.λ.. Και ακόμα, πού βρήκε τα λεφτά η καλογριά για να αγοράσει τόσα κτήματα και εν όψει τίνος σκοπού έγινε αυτή η αγορά, αν, δηλαδή, δεν μπορούσε, με κάποιο τρόπο, να εκμεταλλευτεί τα υποστατικά, είτε για την υλική είτε για την πνευματική σωτηρία της;
Και επιπλέον, όλα αυτά γίνονται με κανονικό για την εποχή εκείνη τρόπο, με χαρτιά και υπογραφές, μπροστά στο μουσουλμανικό ιεροδικαστήριο.
Να λοιπόν ακόμη μια απόδειξη, ένα τεκμήριο ότι και μετά την οθωμανική κατάκτηση, ή λίγα χρόνια μετά από αυτήν, η ζωή συνεχίζεται, οι άνθρωποι, οι ραγιάδες εν προκειμένω, έχουν τις ευκαιρίες και κυρίως τις δυνατότητες να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους, ή να διαμορφώσουν νέες υπό την παρουσία μιας κατάκτησης, η οποία πάντως δεν τα καταστρέφει όλα, αλλά κάποιες οδούς διαφυγής αφήνει στους κατακτημένους, για το δικό της το συμφέρον, έστω.
Του Παν. Δ. Μιχαηλάρη από το empros.net
Δείτε επίσης: Η προίκα στη Λέσβο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου